πλασματικῶν

πλασματικῶν
πλασματικός
imitative
fem gen pl
πλασματικός
imitative
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταδιήγησις — καταδιήγησις, ἡ (Α) 1. καθαρή διήγηση, απλή διήγηση 2. αφήγηση πλασματικών στοιχείων …   Dictionary of Greek

  • σάρκωμα — (Ιατρ.). Κακοήθης νεοπλασία, που αναπτύσσεται από το συνδετικό ιστό με μεγάλη τάση διήθησης και του οποίου η μεταστατική εξάπλωση γίνεται κυρίως δια της αιματικής οδού. Επειδή ο συνδετικός ιστός απλώνεται σε ολόκληρο τον οργανισμό, τα σ. μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • συναπτικός — ή, ό, / συναπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνάπτω] κατάλληλος στο να συνάπτει, συνδετικός νεοελλ. 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύναψη τών νευρικών κυττάρων («συναπτικός χώρος») 2. φρ. α) «συναπτική σχισμή» βιολ. χώρος μεταξύ τών πλασματικών… …   Dictionary of Greek

  • φοροδιαφυγή — η, Ν [φοροδιαφεύγω] (οικον.) απάτη που γίνεται από τον φορολογούμενο απέναντι στις φορολογικές αρχές και η οποία μπορεί να προκληθεί είτε με απλή απόκρυψη εισοδήματος είτε με τεχνάσματα λίγο πολύ εξεζητημένα, από ψεύτικα τιμολόγια και βιβλία έως… …   Dictionary of Greek

  • δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη …   Dictionary of Greek

  • δεσμοσώματα — Ειδικές μορφολογικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται σε διάφορα σημεία των πλασματικών μεμβρανών δύο κυττάρων και έχουν σκοπό να εξασφαλίζουν τη σύνδεση των κυττάρων …   Dictionary of Greek

  • λιπίδια ή λιποειδή — Κατηγορία ενώσεων ποικίλης δομής, αλλά με κοινές τις γενικές ιδιότητες των λιπών. Πολύ συχνά οι όροι λ. και λίπη θεωρούνται συνώνυμοι. Στον ανθρώπινο οργανισμό διακρίνονται σε λ. αποθέματος, με λειτουργίες πλαστικές, προστατευτικές και… …   Dictionary of Greek

  • μυξομύκητες ή μυξόφυτα — Άθροισμα ή κλάση απλούστατων φυτικών οργανισμών, που το φυτικό τους σώμα αποτελείται από μια πρωτοπλασματική (πλασμώδιο) πολυπύρηνη και αμέμβρανη μάζα· συναντιούνται συχνότατα στα δάση, πάνω στους κορμούς των δέντρων, στα σαπισμένα φύλλα ή πάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”